- ἀρτοπωλεῖον
- ἀρτο-πωλεῖον, Bäckerladen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αρτοπωλείο — το (Α ἀρτοπωλεῑον) [αρτοπώλης] το κατάστημα όπου πουλιέται άρτος αρχ. το εργαστήριο όπου φτιάχνουν ψωμί … Dictionary of Greek